εύσειστος

εύσειστος
ος , ον подверженный частым землетрясениям

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "εύσειστος" в других словарях:

  • εὔσειστος — liable to earthquakes masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εύσειστος — η, ο (ΑΜ εὔσειστος, ον) 1. αυτός που σείεται ή μπορεί εύκολα να σειστεί 2. (για περιοχές) σεισμοπαθής, με συχνές σεισμικές δονήσεις μσν. ευκίνητος, εύστροφος …   Dictionary of Greek

  • εὔσειστον — εὔσειστος liable to earthquakes masc/fem acc sg εὔσειστος liable to earthquakes neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐσείστῳ — εὔσειστος liable to earthquakes masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὔσειστοι — εὔσειστος liable to earthquakes masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»